- ταξιανθία
- Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται κατευθείαν τα έμμισχα ή άμισχα άνθη (απλή τ.) ή ο κύριος άξονας δίνει πλάγιες διακλαδώσεις, που με τη σειρά τους φέρουν άνθη (σύνθετη τ.). Εξάλλου οι τ. διακρίνονται σε βοτρυώδεις και κυματώδεις. Κατά τον πρώτο τύπο ο κύριος ή ταξιανθικός άξονας (ράχις) φέρει πλάγιους ανθικούς άξονες, διακλαδιζόμενους ή όχι, που φύονται κατά μήκος του κύριου άξονα ή στην κορυφή του. Οι κυριότερες βοτρυώδεις τ., που είναι και οι περισσότερο κοινές, είναι ο στάχυς, ο σπάδικας, ο ίουλος, ο βότρυς, ο κόρυμβος, το σκιάδιο, το κεφάλιο. Κατά τον κυματώδη τύπο ο κύριος άξονας παύει να αυξάνει κατά μήκος και τον αντικαθιστούν πλάγιοι οι οποίοι τον ξεπερνούν. Οι κυματώδεις τ. διακρίνονται: σε πλειοχάζιον (όταν κάτω από το επάκριο άνθος φέρει περισσότερους από 3 βλαστούς), το οποίο με τη σειρά του διακρίνεται σε κύμα σκιαδόμορφο και ανθήλη· διχάζιο, όταν κάτω από το επάκριο άνθος εκφύονται 2 κλάδοι, που επίσης διακλαδίζονται κατά όμοιο τρόπο· μονοχάζιο, όταν κάτω από το επάκριο άνθος εκπτύσσεται ένας πλευρικός βλαστός, και από αυτόν ένας άλλος κ.ο.κ. (θύσανος ή κύμα ελικοειδές, εάν οι δευτερεύοντες, τριτεύοντες κλπ. βλαστοί επαλλάσσουν δεξιά και αριστερά· βόστρυχος ή κύμα σκορπιοειδές, εάν όλοι φύονται από την ίδια πλευρά).
1 - απλός βότρυς· 2 - κόρυμβος· 3 - σκιάδιο· 4 - κεφάλιο· 5 - στάχυς· 6 - σπάδικας· 7 -ίουλος· 8 - βότρυς πλειοχάζιος· 9 - σκιάδιο πλειοχάζιο· 10 - διχάζιο. Ταξιανθίες σύνθετες: 11 - φόβη· 12 - ανθήλη· 13 - κόρυμβος θύρσος· 14 - σύνθετο σκιάδιο. Στις φωτογραφίες: πάνω αριστερά, κόρυμβος της ορτανσίας· πάνω δεξιά, σύνθετη φόβη του ρήου του παλαμοσχιδούς· κάτω αριστερά, χαλαρό κεφάλιο της καλαγχόης· κάτω δεξιά, σύνθετο σκιάδιο του χαιρόφυλλου.
* * *η, Ν1. βοτ. ο τρόπος τής διάταξης τών ανθέων στον βλαστό ενός φυτού, αλλ. ανθοταξία2. φρ. α) «βοτρυώδεις [ή μονοποδικές] ταξιανθίες»βοτ. ταξιανθίες που έχουν έναν κύριο άξονα με άνθη στους πλευρικούς άξονες, τα οποία ανθίζουν από τη βάση προς την κορυφήβ) «κυματώδεις [ή συμποδικές] ταξιανθίες»βοτ. ταξιανθίες στις οποίες το επάκριο μερίστωμα τού κύριου άξονα αναστέλλει πρώιμα την ανάπτυξή του με τον σχηματισμό ενός άνθους και οι πλευρικοί άξονες αυξάνονται περισσότερο από αυτόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + άνθος + κατάλ. -ία (πρβλ. ταξιφυλλία)].
Dictionary of Greek. 2013.